ἐνθουσιάζοντες

ἐνθουσιάζοντες
ἐνθουσιάζω
to be inspired
pres part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”